μετριαστής

μετριαστής
ο [μετριάζω]
1. αυτός που καθιστά κάτι μέτριο, που μετριάζει
2. (για μηχανές) αυτός που ελαττώνει την ταχύτητα ή την καύση
3. (για πρόσ.) αυτός που αμβλύνει την οξύτητα κάποιου ή που καταπραΰνει κάποιον.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”